.

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Θ. ΧΡΥΣΟΛΩΡΑ

Η Σέριφος είναι ένα τυπικό νησί των Κυκλάδων, ορεινό και βραχώδες.

Στο μεγαλύτερο μέρος του, εμφανίζει έντονες κλίσεις με βαθιές χαραδρώσεις και καταπράσινες λαγκαδιές.

Το σχήμα του νησιού  είναι περίπου στρογγυλό και η έκτασή του είναι 75 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Τρίτο κατά σειρά νησί του Β.Δ κυκλαδικού συμπλέγματος (Κέα, Κύθνος, Σέριφος), αποτελεί μέρος του γεωφυσικού συνόλου των Κυκλάδων νήσων, επέκταση δε και κατάληξη της Λαυρεωτικής προς Νότον.

 

Η Σέριφος, μικρό και άσημο νησί, έγινε ευρύτατα γνωστό στον αρχαίο κόσμο χάρις στους Αργείους Μύθους, σύμφωνα με τους οποίους, οι βασιλικές γενεαλογίες του Άργους και της Τίρυνθας, συνδέθηκαν στενά με τη Σέριφο και με τον Μυθικό ήρωα Περσέα. Ο πολύαθλος και πολυώνυμος άνδρας ήταν σύμφωνα με τους Μύθους αυτούς, γιός του Δία και της Δανάης και εγγονός του βασιλιά του΄Αργους Ακρίσιου. Σύμφωνα λοιπόν με τα μυθεύματα που αναφέρονται στον ήρωα «τον πάντων αριδείκετον ανδρών» όπως ο Όμηρος τον αποκαλεί στην Ιλιάδα, έχουν ως εξής. Ο βασιλιάς, του Άργους Ακρίσιος, στερούμενος διαδόχου, ζήτησε από το Μαντείο χρησμό για τον ίδιο και το βασίλειό του, το δε Μαντείο του επροφήτευσε ότι θα τον σκότωνε ο εγγονός του απο την θυγατέρα του Δανάη, ο οποίος και θα τον διαδεχόταν στον θρόνο. Πανικόβλητος γενόμενος ο βασιλιάς, φοβούμενος την επαλήθευση του χρησμού, κατασκεύασε υπόσκαφο, λιθοχάλκινο θάλαμο, μέσα στον οποίο έκλεισε την Δανάη, προκειμένου να αποτρέψει την τεκνογονία της.

Ο Δίας όμως ερωτεύτηκε την πανέμορφη κόρη, εισχώρησε από την οροφή του θαλάμου της με την μορφή χρυσής βροχής και συνευρέθη μαζί της, Καρπός του θεϊκού έρωτα και της ερατινής κόρης είναι ο μυθικός ήρωας Περσέας. Ο Ακρίσιος λυπούμενος να θανατώσει την κόρη του και προπαντός φοβούμενος να πράξει οτιδήποτε κακό στο Θεογέννητο παιδί της, τους έκλεισε μάνα και γιό σε λάρνακα ξύλινη και τους παράδωσε στα κύματα του κόλπου του Αργολικού. Και είναι το γεγονός αυτό που θα εμπνεύσει στο μεγάλο αρχαίο ποιητή Σιμωνίδη τον Κείο τους ωραιότατους στίχους «του  νιογέννητου ήλιου κρυμμένου ακόμα μαζί με κείνην που τον είχε γεννήσει». Η λάρνακα με το δίδυμο πολύτιμο φορτίο της οδηγήθηκε από τα κύματα στις ακτές της Σερίφου. Ψαράδες περιμαζεύουνε την λάρνακα και παραδίδουνε, μάνα και γιo στον Δίκτυ, τον έναν από τους δύο βασιλιάδες του νησιού. Στο παλάτι του Δίκτυ βρίσκουν θερμή, εγκάρδια φιλοξενία και ο Περσέας μεγαλώνοντας εκεί, δεν κρύβει την θεϊκή καταγωγή του. Ο Πολυδέκτης όμως, ο άλλος βασιλιάς της Σερίφου, ερωτεύεται τη Δανάη και θέλει να την παντρευτεί. Ο μόνος τρόπος για να πετύχει το σκοπό του είναι να απομακρύνει παντοτινά τον γιό από την μάνα, γιατί να τον σκοτώσει δεν μπορεί, είναι του Δία γόνος. Παραπλανητικά αναγγέλλει την πρόθεσή του, να παντρευτεί την Ιπποδάμεια, την κόρη του Οινόμαου και απαιτεί από τους υπηκόους του δώρα γαμήλια λαμπρά, Ο έφηβος Περσέας υπόσχεται να φέρει δώρο στον Πολυδέκτη για τους γάμους του, την κεφαλή της γοργόνας Μέδουσας. Έτσι, με την υπόσχεση αυτή αρχίζει η ηρωϊκή σταδιοδρομία του Περσέα που ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που ακολούθησε ο Ηρακλής αργότερα, για την αναζήτηση του κήπου των Εσπερίδων, θα ταξιδέψει πάνω από πέλαγα και πέρα από τους ωκεανούς, προς τη μεριά της νύχτας. Η κατοικία της φοβερής Παρθένας Μέδουσας, βρίσκεται στην άκρα του Δυτικού ωκεανού, στα έσχατα όρια του κόσμου.

Τα Ησιοδικά ποιήματα της Θεογονίας και ο μυθογράφος Απολλόδωρος μας δίνουνε το χρονικό του ταξιδιού που πραγματοποίησε ο Αργείος ήρωας από την αναχώρησή του από την Σέριφο και μέχρι την επιστροφή του σ΄ αυτήν.

Με τη συνοδεία του Ερμή και της Αθηνάς κατευθύνθηκε αρχικά στη χώρα του Φόρκυνος και της Κητούς, εκεί που κατοικούσαν οι τρεις γραίες η Ενυώ, η Πεφρηδώ και η Δεινώ. Αυτές είχαν όψη γριάς και είχαν οι τρεις τους ένα μάτι κι ένα δόντι. Αυτές μονάχα ήξεραν που κατοικούσαν οι αδελφές τους οι γοργόνες. Ο Περσέας παραφύλαξε τις γραίες και περίμενε τη στιγμή ακριβώς που θα αντάλλασσαν μεταξύ τους το μάτι και το δόντι, γιατί τη στιγμή εκείνη δεν έβλεπε καμιά τους. Τους άρπαξε τότε ξαφνικά το μάτι και το δόντι και τις απείλησε πως δεν θα τους τα επιστρέψει αν δεν τον οδηγήσουμε στις αδελφές τους. Οι γραίες δέχθηκαν και τον οδήγησαν προς το νησί Γοργόνη, εκεί όπου η Μέδουσα μαζί με τις δυό ακόμα αδελφές της την Σθενώ και την Ευρυάλη κατοικούσαν. Στο δρόμο του προς το νησί της Μέδουσας, πέρασε από το άλσος όπου ζούσαν οι Νύμφες, οι οποίες προσφεραν στον Περσέα τρία χρήσιμα όργανα για τον αγώνα του εναντίον του φοβερού τέρατος: την περικεφαλαία του Θεού του Άδη και των υποχθονίων που έκανε αυτόν που την φόραγε αόρατο, τα φτερωτά σανδάλια που του έδιναν την δυνατότητα να πετά και το θαυματουργό σακίδιο που μίκραινε ή μεγάλωνε ανάλογα με το περιεχόμενό του. Με συμπληρωμένο τον εξοπλισμό του ο Περσέας από την αστραφτερή, χάλκινη ασπίδα της Αθηνάς και την άρπη, το Θρεπανοειδές ξίφος του Ερμή, πέταξε πάνω από τον ωκεανό και φτάνει στις γοργόνες που τις βρίσκει κοιμισμένες. Πισωπατώντας και με τον αντικατοπτρισμό της χάλκινης ασπίδας του αποκεφαλίζει την Μέδουσα και ρίχνει στο τρίχινο ταγάρι του το αποτρόπαιο κεφάλι της.

Ο δρόμος της επιστροφής μακρύς, γεμάτος κινδύνους και περιπέτειες, ταυτόχρονα ένδοξος και διδακτικός. Με την επίδειξη της τερατώδους κεφαλής απολίθωσε τον Άτλαντα που του αρνήθηκε φιλοξενία και τον μετέβαλε στο γνωστό όρος του Μαρόκου. Πετώντας πάνω από την Αφρική το αίμα της Μέδουσας έσταξε στη γή που γέμισε φίδια φαρμακερά. Έλαβε μέρος στους αγώνες που γίνονταν εκεί προς τιμήν του Άμμωνα Δία: Και μάλιστα αρίστευσε σε αγώνισμα άγνωστο σ΄ αυτόν: την Δισκοβολία. Πετώντας πάντα, έφτασε στη μακρινή Αιθιοπία στο Ανάκτορο του βασιλιά Κηφέα, εκεί βρήκε την κόρη του Ανδρομέδα δεμένη σε βράχο προς εξιλασμόν του Ποσειδώνα του οποίου τις θυγατέρες είχε προσβάλει η σύζυγος του Κηφέα Κασσιώπη. Με την άρπη ο Περσέας θανάτωσε το κήτος που απειλούσε να καταβροχθίσει την Ανδρομέδα και με την συγκατάθεση των γονέων της την παντρεύτηκε και επέστρεψε μαζί της στην Σέριφο. Η επιστροφή του ΄Ηρωος συνέπεσε με την εκπνοή της προθεσμίας που είχε δώσει ο Πολυδέκτης στην Δανάη, να συγκατατεθεί στο αίτημά του και να γίνει σύζυγός του. Η Δανάη ικέτιδα στον Ναό του Διός, απειλείτο να οδηγηθεί με τη βία πλέον στο παλάτι του Πολυδέκτη. Ο Περσέας όταν έφθασε εκεί και πληροφορήθηκε τα συμβάντα, απολίθωσε τον Πολυδέκτη και τους περί αυτόν με την επίδειξη της κεφαλής της Μέδουσας. Στη συνέχεια κατέστησε βασιλέα του νησιού τον Δίκτυ, πήρε την μητέρα του Δανάη και τη γυναίκα του Ανδρομέδα και επέστρεψαν στο Άργος, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Επέστρεψε στον Ερμή την άρπη και στην Αθηνά την κεφαλή της Μέδουσας η οποία την τοποθέτησε έκτοτε στο κέντρο της Ασπίδας της. Η επιστροφή του Περσέα στο Άργος, συνέπεσε με την διεξαγωγή αγώνων στην ανάντι του Άργους Ακρόπολη Λάρισσα, στους οποίους παρίστατο και ο γέρων Ακρίσιος. Ο Περσέας ζήτησε να αγωνισθεί και δήλωσε ο ίδιος ποιός ήτο, «Περσεύς ο του Διός». Στη συνέχεια εκσφενδόνισε με το στιβαρό του χέρι τον δίσκο που παρεξέκλινε και χτύπησε κατάστηθα τον γέρο βασιλιά. Ο Περσέας εγκαταστάθηκε έτσι βασιλιάς του Άργους προς επαλήθευση του χρησμού που είχε δοθεί στον Ακρίσιο. Το αντάλλαξε όμως στην συνέχεια με το βασίλειο της Τίρυνθας, έγινε ο κτήτορας των Μυκηνών και ο γενάρχης της Δυναστείας των Περσειδών. Βασίλευσε συνολικά 58 χρόνια. Εκ του εγγονού του Περσέα Αμφιτρύονος και της Αλκμήνης γεννήθηκε ο Ηρακλής, (δισέγγονος δηλαδή του Περσέα) φημολογούμενος και αυτός ως γιός του Διός.

Τα νησιά των Κυκλάδων και η Σέριφος, εξ αιτίας της θέσης τους, υπήρξαν πάντοτε η γέφυρα που συνέδεε τον κορμό της Ηπειρωτικής Ελλάδας με την Μικρά Ασία, την Κρήτη, την Κύπρο και την Αίγυπτο. Επηρεάσθηκαν επομένως, από υπερτοπικές συνθήκες και επιπτώσεις στο απώτερο Προϊστορικό και Ιστορικό παρελθόν τους.

Οι πρώτοι κάτοικοι της Σερίφου φαίνονται κατά την μυθολογική παράδοση Θεσσαλο - Αιολικής καταγωγής, πιθανόν εκ της φυλής των Μινυών, οι οποίοι κατοίκησαν και την Θήρα. Την παράδοση επιβεβαιώνει το γεγονός ότι, οι βασιλείς του νησιού Πολυδέκτης και Δίκτυς είναι γιοί του Μάγνητος υιού του Αιόλου. Στους ιστορικούς χρόνους και πιθανόν τον 7ο π.χ αιώνα ο Στράβων αναφέρει μια νέα εποίκηση της Σερίφου από Ίωνες εξ Αθηνών με αρχηγό τον Ετεοκλή του οποίου επίσης το όνομα, ανήκει στον ονοματολογικό κύκλο των Μινυών, πιθανότατα εξιωνισθέντων. (ιδε Τρ. Ευαγγελίδου «Η  Ν. ΣΕΡΙΦΟΣ» σελ. 30). Οι Μινύες της Θεσσαλίας προέρχονταν από τις Κάρες της Μικράς Ασίας και αυτοί από την αρχαιότατη φυλή ή γένος των Πελασγών. Με την πάρδο των αιώνων και την επιμιξία τους με αυτόχθονες και λαούς άλλων προελεύσεων δημιουργήθηκαν οι Ελληνικές φυλές, εκ των οποίων οι Ίωνες της Μικράς Ασίας και φυσικά των Αθηνών και της νότιας Ελλάδας εν γένει (Ν. Ελευθεριάδου: «ΠΕΛΑΣΓΟΙ» εκδ. ΚΑΚΤΟΣ). Ο εξιωνισμός των Σεριφίων κατά τον 7ο π.χ αιώνα πιστούται και εκ του γεγονότος ότι οι Σερίφιοι είναι εκ των παλαιοτέρων νησιωτών που έλαβαν μέρος στην Δηλιακή Αμφικτυονία.

Στην περίοδο αυτή οι Σερίφιοι κατήργησαν το μοναρχικό τυραννικό καθεστώς διακυβέρνησής τους και εγκαθίδρυσαν από τους πρώτους δημοκρατικό πολίτευμα. Επίσης στην εποχή αυτή της αυτονομίας του νησιού, ανάγονται και τα πρώτα κοπέντα νομίσματα, τα οποία επι της μιάς όψεως απεικόνιζαν βάτραχο, το ιερό ζώο των Σεριφίων, ο φημιζόμενος και ως άφωνος, συνδεόμενος με τον μύθο της ιερής λατρείας του Περσέα.

Είναι φυσικό, η Σέριφος να είχε τη δική της συμμετοχή στους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στις μακρινές εκείνες εποχές στα νησιά του Αιγαίου και ειδικότερα στα κυκλαδίτικα νησιά του κοντινού περίγυρου της Σερίφου. Το δικό μας νησί δεν έχει μέχρι σήμερα αποκαλύψει τα μυστικά αυτών των μακρινών από την εποχή μας πολιτισμών. Σίγουρα υπάρχουν, αφού η Σέριφος δεν έχει μέχρι σήμερα μελετηθεί συστηματικά στον τομέα αυτό. Οι Κυκλάδες κατά τους περισσότερους μελετητές, έχουν ενιαίο ιστορικό παρελθόν. Κάθε νησί βέβαια είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, διαφοροποιημένη από των άλλων νησιών και ανάλογα με το μέγεθος, της πλουτοπαραγωγικές πηγές του και την απόσταση που το χώριζε από τα μεγάλα κέντρα διοικητικής και στρατιωτικής ισχύος. Η Σέριφος βέβαια δεν μεγαλούργησε στην πορεία της ιστορικής της εξέλιξης. Αυτό οφείλεται στο άγονο της γής της και την μικρή της έκταση. Στις μακρινές περιόδους πολέμων, δουλείας, αναταραχών και πειρατείας τα νησιά των Κυκλάδων και η Σέριφος υπέστησαν τα πάνδεινα. Σε περιόδους ειρήνης τα νησιά ευημερούν χτίζουν πολιτισμούς, εξιδανικεύουν πολιτικά συστήματα, αφομοιώνουν στοιχεία ξένων πολιτισμών. ΄Ομως οι περίοδοι ειρήνης στους Προϊστορικούς και τους ιστορικούς χρόνους, μέχρι τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνα, είναι μικρές, ελάχιστες σε αριθμό και σε διάρκεια. Έτσι, κάθε οικονομική και πολιτισμική άνθηση, έχει διάδοχό της την συμφορά και την καταστροφή.

Στην Κλασσική εποχή οι Σερίφιοι ευημερούν σχετικά, έχουν ωραία πόλη, αξιόλογα δημόσια κτίρια, σπίτια καλιμάρμαρα κ.λ.π. Νέοι Σερίφιοι παρακολουθούν μαθήματα μεγάλων σοφιστών και ιδιαίτερα του Πλάτωνα. Ο Πλούταρχος διέσωσε στα Θεμιστοκλέους αποφθέγματα τον παρακάτω διάλογο που συνήφθη μεταξύ Θεμιστοκλή και Σεριφίου σπουδαστή στην Αθήνα. Λέγει ο σπουδαστής στον Θεμιστοκλή «Ουκ αν εγώ Σερίφιος ων ούτως ένδοξος εγεγόνειν, ούτε συ Αθηναίος ευτυχήσας γενέσθαι, εγένου άν Θεμιστοκλής». Και ο Θεμιστοκλής απάντησε στον νεαρό. «Αληθή λέγεις, αλλ΄ούτ΄ αν εγώ Σερίφιος ων εγενόμην ένδοξος, ούτε συ Αθηναίος». (Αντ. Μηλιαράκη ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ σελ. 135). Από τον 5ο π.χ αιώνα η Σέριφος όπως και τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων, με εξαίρεση των Μήλο και τη Θήρα, κατά περιόδους δε και την ΄Ανδρο συμμετέχει αναγκαστικά στην Αθηναϊκή συμμαχία και συνεισφέρει άνδρες και πλοία στους κατά ξηράν και θάλασσαν αγώνες, κατά των Περσών αρχικά και των Λακεδαιμονίων αργότερα. Οι Σερίφιοι, όπως και οι άλλοι νησιώτες που συμμετέχουν στην Αθηναϊκή συμμαχία, συνεισφέρουν όχι μόνον στρατιωτικά αλλά και οικονομικά στο κοινό ταμείο, που κατά την διάρκεια των Μηδικών Πολέμων ήταν στην Δήλο και από το έτος 454 π.χ οι Αθηναίοι αυθαίρετα, όρισαν τόπο του συμμαχικού ταμείου την Αθήνα. Κατά την πρώτη αυτή περίοδο της ηγεμονίας των Αθηναίων επί των νησιωτών (477 404 π.χ) οι Σερίφιοι απώλεσαν τα πάντα από τις αρπαγές τους εκβιασμούς και τις καταπιέσεις των Αθηναίων. Έγιναν δε αντικείμενο ονειδισμού και χλευασμού από τους ίδιους τους δυνάστες τους. Ο κωμικός ποιητής Κρατίνος (528 - 423 π.χ) έγραψε κωμωδία «Σερίφιοι» της οποίας δυστυχώς, ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν. Την ίδια εποχήν ζούσε στην Αθήνα ο διάσημος Σείφιος επαίτης Τελένικος για τον οποίο οι Αθηναίοι έλεγαν την παροιμία «Τελενίκου πενέστερος». Από την σκληρή εκμετάλλευση των Αθηναίων οι Σερίφιοι και οι λοιποί νησιώτες των Κυκλάδων, υποβληθήκανε στη σκληρή πειθαρχία και τις απομιζήσεις των Σπαρτιατών, (404 - 394 π.χ) και από του έτους 376 πάλιν στη δεύτερη λεγόμενη Αθηναϊκή συμμαχία. Από του έτους 363 π.χ τα νησιά των Κυκλάδων και η Σέριφος υπήχθησαν στους Μακεδόνες και στη συνέχεια στους Πτολεμαίους της Αιγύπτου. Από το έτος 146 π.χ οι Κυκλάδες ακολουθώντας την τύχη της Ελλάδας κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους και παράλληλα υφίστανται μια ακόμα πιο σκληρή περίοδο πειρατικών επιδρομών. Το  πολίτευμα της Σερίφου αυτά τα χρόνια, όπως και των άλλων νησιών, διατηρήθηκε ως είχε κατά την περίοδο της ηγεμονίας των Μακεδόνων και των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Είχαν Βουλή, δήμο, πρυτάνεις, επώνυμο Άρχοντα και στρατηγούς. Η μικρή χώρα του νησιού διατηρεί ακόμα λαμπρά δημόσια κτίρια, βαλανείο, αγορά, περίπατο κλπ. Στους αυτοκρατορικούς Ρωμαϊκούς χρόνους που ακολουθούν το νησί γίνεται τόπος εξορίας επιφανών Ρωμαίων, αντιφρονούντων στο πολίτευμα. Από τον 4ο μ.χ αιώνα και μέχρι τη Φραγκοκρατία, οι αναφορές των πηγών σπανίζουν για τη Σέριφο. Τον ΙΓ΄ αιώνα η Σέριφος κατορθώνει να διατηρεί την αυτονομία της προστατευόμενη από πειρατές που είχαν επιλέξει το λιμάνι του νησιού για ορμητήριο τους. Από το 1263 και μέχρι το 1300 η Σέριφος τελεί υπό τον Αυτοκράτορα Κων/πόλεως. Το έτος αυτό το νησί περιέρχεται στους Ενετούς Γκύζη, Μικιέλ και Τζιουστινιάνι. Το 1355 δυνάστης της Σερίφου είναι μόνος ο Ερμόλαος Μινόττο, και παρά το γεγονός ότι, η οικογένεια Γκίζι κατείχε τυπικά το μισό νησί δια της Φιλίπππα Γκίζι που παντρεύτηκε τον Τζώρτζιο Μπραγαντίν, τα κληρονομικά δικαιώματα των Γκίζι απηλέσθηκαν οριστικά όταν ο γιός της Φιλίπππας Ζαννίνο συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Γενοβέζους κάπου στην Εύβοια. Ο Ερμόλαος Μιννότο, αμέσως μόλις εγκαταστάθηκε στη Σέριφο, οργανωσε και λειτούργησε υποδειγματικά τις εξορυκτικές δραστηριότητες στα Μεταλλεία του νησιού. Εγκατέστησε 1000 περίπου δούλους οι οποίοι μαζί με τους κατοίκους της Σερίφου, δούλευαν με κάποιο σύστημα που άφηνε όλες τις πλευρές κερδισμένες και ευχαριστημένες. Στη διάρκεια 30 μόνο ετών το νησί γνώρισε πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική άνθηση (1355- 1385), ασφάλεια και ευημερία. Τον Μινόττο διαδέχθηκε, κληρονομικώ δικαιώματι, ο Νικολό Αδόλδο, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να εναντιωθεί στα κακουργήματα και τις βιαιότητες των Κρητικών μισθοφόρων που εξ ονόματός του κυβερνούσαν το νησί. Έτσι, ύστερα από την άγρια δολοφονία των προυχόντων, του καστροφύλακα και των ιερέων του νησιού για την απόσπαση χρημάτων και την αποκάλυψη κρυμμένων, δήθεν θησαυρών, η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου καταδίκασε τον Αδόλδο και δήμευσε την περιουσία του –Ιούνιος 1393-.

Το 1433 η Δημοκρατία απέδωσε τη δημευμένη μερίδα του Αδόλδο στο Λουϊγγι Μικιέλ που μαζί με το δικό του μερίδιο, κατείχε ολόκληρο το νησί μέχρι την οριστική εκδίωξη των Ενετών από τη Σέριφο το έτος 1537 από τον πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Τελευταίος κληρονόμος των Μικιέλ ήταν ο Τομάζο Μικιέλ.

Από την καταδίκη του Νικολό Αδόλδο το έτος 1393 και μέχρι την επιδρομή του Μπαρμπαρόσσα το 1537 το νησί έχει περιέλθει σε τελεία παρακμή. Ο Φλωρεντίνος ιερεύς Χριστόφορος Βουοδελμούτσιος επισκεπτόμενος τη Σέριφο το έτος 1416, γράφει ότι «η πρό τεσσαρακονταετίας πλουσία Σέριφος ήτο όλη ερήμωσις, ής ο λαός διήρχετο βίον κτηνώδη εν διηνεκεί ημέρα τε και νυκτός φόβω περί προσεχούς καταλήψεως της εαυτών νήσου υπό των απίστων Μουσουλμάνων » (Τρύφωνος Ευαγγελίδου «Η ΣΕΡΙΦΟΣ» σελ. 67).

Από του έτους 1537 και μέχρι της Εθνικής Παλιγγενεσίας, η Σέριφος αναλαμβάνει δυνάμεις, ο πληθυσμός του νησιού αυξήθηκε σημαντικά και το νησί έχει επιδόσεις στην αμπελοκαλλιέργεια κυρίως και στα ναυτικά επαγγέλματα δευτερευόντως.

«Τον καιρόν του πολέμου της Κύπρου» (1570 – 1572) ιδρύθηκε η Μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στην οποία περιέρχονται αρχικά τα μεγάλα αγροκτήματα των Ενετών και η αργότερα (1653) «η προ αιώνων διαλυθείσα Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου»... μετά των υποστατικών και παρακολουθημάτων αυτής (Κώδιξ Μονής Ταξιαρχών και έγγραφο των Προυχόντων της νήσου). Το Μοναστήρι των Ταξιαρχών σε πολύ σύντομο χρόνο, αποκτάει οικονομική δύναμη, πρωτοστατεί στο εμπόριο και ρυθμίζει για λογαριασμό των κατοίκων, τιμές προϊόντων, μετρητικές μονάδες κλπ. Ποδηγετεί τους κατοίκους του νησιού θρησκευτικά, μορφωτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά. Το έτος 1617 ιδρύει «αλληλοδιδακτικό Σχολείο» στο χώρο της Μονής, το οποίο λειτουργεί απρόσκοπτα επί 300 συνεχή χρόνια. Το Σχολείο αυτό σταμάτησε να λειτουργεί το έτος 1911 με τελευταίο δάσκαλο τον ιερέα πατέρα Γρηγόριο Ρώτα ( μετέπειτα κτήτορα των Αγίων Πάντων Καλλιθέας). Συνδράμει οικονομικά την ανώτερη Σχολή του Παναγίου Τάφου της Σίφνου και καταβάλλει τα δίδακτρα Σεριφίων μαθητών που φοιτούν εκεί. Στη διάρκεια του 25ετούς «Κρητικού πολέμου» (1645-1669), η Σέριφος και το Μοναστήρι των Ταξιαρχών, εδεινοπάθησαν και καταληστεύθηκαν για μια ακόμα φορά.  Ο Ενετός ναύαρχος προκειμένου να παρεμποδίσει την κάθοδο του Οθωμανικού στόλου προς την Κρήτη και να προστατεύσει ταυτόχρονα Ενετικά συμφέροντα σε κάποια νησιά, έδωσε διαταγή «...Ούλα να ετοιμαστούσι καράβια με τα κάτεργα, ογιά να σηκωθούσι...» Ο Ενετικός στόλος επιβάλει στους νησιώτες χαράτσι για τον πόλεμο και οι ναύτες πλατσικολογούν άγρια ότι πολύτιμο αντικείμενο βρούν μπροστά τους. Ο Μπουνιαλής εξιστορεί σε στίχους, με την χαρακτηριστική ιδιωματική γλώσσα της Κρήτης, τα δεινά αυτού του πολέμου. Ειδικότερα για τη Σέριφο γράφει «φτάνουν στη Σέρφο κάτεργα και βγαίνουν πολεμάρχοι, και τα καντήλια τ΄ αργυρά παίρνουν του Ταξιάρχη». (Μ. Τζ. Μπουνιαλή «Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ» σε΄λ. 136-138).

Το έτος 1680 φοβερή επιδημία πανώλης έπληξε τη Σέριφο «όπου εχάθη ο κόσμος και έμεινεν η γή έρημος» (Καλ. Γρυπάρη ηγουμένου πρωτόφυλλο Τάνσας της Καντζελαρίας 1781 Ιουνίου 2). Όμως και πάλι το νησί αναλαμβάνει τις δυνάμεις του σύντομα. Στη διάρκεια του ΙΗ΄Αιώνα η Σέριφος πορεύεται περισσότερο μέσα απο τους κανόνες της κλειστής οικονομίας του νησιού. Αγροτοκτηνοτρόφοι και ναύτες οι κάτοικοι ζούνε φτωχικά και σχετικά ήσυχα αφού οι επιδρομές των πειρατών και οι πόλεμοι, χωρίς να έχουν εκλείψει εντελώς, έχουν σημαντικά περιορισθεί. Τα αγροτικά και ζωοκομικά προϊόντα (Σταφύλια, κρασί, ξύδι, κρέας, τυρί και μαλλιά) τα απορροφούν στο σύνολό τους, τα ανερχόμενα σ΄αυτόν τον αιώνα ναυτικά νησιά και κυρίως η ΄Υδρα, Στις πρώτες δεκαετίες του ΙΘ΄ αιώνα ο πληθυσμός του νησιού έχει αυξηθεί σημαντικά και μέρος του πληθυσμού μεταναστεύει στη Ρωσία και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.

Η Σέριφος με τους Φιλικούς Γεώργιο Λευϊτικό και Θεόδωρο Λιβανό, οι οποίοι κατηχήθηκαν στο Ιάσιο από τον Εμμανουήλ Βερνάρδο ο δεύτερος και τον Γρηγόριο Καλλονά ο πρώτος είχε προετοιμασθεί για τον μεγάλο αγώνα. Την Επανάσταση στη Σέριφο εκήρυξε τον Μαϊο του 1821 ο Βασίλειος Γρυπάρης επίσης Φιλικός. Στρατιωτικά σώματα Σεριφίων υπηρέτησαν υπό διαφόρους οπλαρχηγούς και ορισμένοι μάλιστα διακριθήκανε επ΄ανδραγαθία, όπως οι Νικόλαος Παλαιός, Λουκάς Λιβανός ή Λιβάνιος, Νικόλαος Πρωτόπαπας κλπ... Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης, κατέφυγαν στη Σέριφο πρόσφυγες, κυρίως από την Πελοπόννησο, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα κελλιά της πάλαι ποτε Μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και με τον υπάρχοντα τότε πυρήνα 5-6 σπιτιών έξω από το Μοναστήρι, δημιούργησαν το χωριό «Παναγιά». Τους κατοίκους αυτού του χωριού τους αποκαλούσαν οι Σερίφιοι «Λιούμηδες» δηλαδή πρόσφυγες, μέχρις ότου αφομοιωθήκανε με το Τοπικό κοινωνικό στοιχείο.

Τα μετεπαναστατικά χρόνια για τη Σέριφο υπήρξαν δύσκολα μα και δημιουργικά. Οι εμπορικές σχέσεις με την Ύδρα συνεχίστηκαν για πάρα πολλά χρόνια ακόμα και σταμάτησαν οριστικά το 1947. Νέοι άνθρωποι μεταναστεύουν προς τις Οθωμανικές χώρες τώρα και την Αίγυπτο. Ένα νέο, πνευματικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο αρχίζει να μεσουρανεί σε απόσταση αναπνοής από το νησί. Είναι η Σύρος, που για περισσότερα από 100 χρόνια θα αποτελεί το Κέντρο αναφοράς για όλα τα ενδιαφέροντα των Σεριφίων -μορφωτικά, πνευματικά, δικαστικά κλπ-. Από το 1869 και για 100 περίπου χρόνια οι μεταλλευτικές δραστηριότητες με όλες τις θετικές και αρνητικές τους παρενέργειες, θα σημαδέψουν ανεξίτηλα τη νεώτερη ιστορία της Σερίφου. Ο εικοστός αιώνας και οι μεγάλοι πόλεμοι που τον σημάδεψαν, κύρια ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και η Ιταλική κατοχή του νησιού, έγραψαν μια ξεχωριστή σελίδα στην Ιστορία της Σερίφου. Σερφιώτες θύματα πολέμων, αιματηρών απεργιών. Ο Σερφιώτικος Λαός θύμα της πείνας και της κακοπάθειας . Η Ιταλική κατοχή είχε διάρκεια μόλις τρισήμισυ χρόνων και η μικρή Σέριφος κατέβαλε σ΄ αυτήν το τίμημα της ζωής 800 ανθρώπων, κάθε φύλου και ηλικίας που πέθαναν «από τον εξ ασιτίας θάνατο» .

Το έτος 1963 η δραστηριότητα των Μεταλλείων σταμάτησε οριστικά. Η ανεργία και η έλλειψη Σχολείου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης , οδήγησε δεκάδες νέες οικογένειες να πάρουν το δρόμο της μετανάστευσης προς τα αστικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά. Οι άνθρωποι είχαν ανάγκη να εργασθούν. Έπρεπε να μορφώσουν τα παιδιά τους. Ο τουρισμός δεν άφησε έξω από τα ενδιαφέροντά   του τη Σέριφο. Το παρθένο φυσικό περιβάλλον, οι πεντακάθαρες αμμουδιές, τα γραφικά χωριουδάκια και η μοναδική πανέμορφη Χώρα αποκτήσανε πολυάριθμους φίλους και θαυμαστές. Το νησί έντονα ενεργειακό, μαγεύει τους ανθρώπους που για πρώτη φορά το αντικρύζουν.

Με πολύ κόπο των δικών της ανθρώπων, η Σέριφος οργανώθηκε στοιχειωδώς τα τελευταία 20 χρόνια. Χάρις στις ευνοϊκές οικονομικές συγκυρίες και κύρια στην δυνατότητα άντλησης πόρων από τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το νησί έχτισε τις Τεχνικές υποδομές του -Λιμάνι, Ελικοδρόμιο, δίκτυα ύδρευσης, δίκτυα αποχέτευσης, βιολογικό καθαρισμό λυμάτων και οδοποιία- και ότι ακόμα είναι απαραίτητο υπάρχει δυνατότητα να γίνει. Όμως ο κόσμος του νησιού λιγόστεψε επικίνδυνα, ελάχιστοι οι νέοι άνθρωποι, λίγες δεκάδες τα παιδιά της Σχολικής ηλικίας. Πάντα ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο. «Ελπίς η βόσκουσα βροτούς !»

Η Σέριφος παρ΄ ότι νησί, οι κάτοικοι ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερους δεσμούς με τη θάλασσα, ή τουλάχιστον δεν είχαν τους δεσμούς αυτούς αναπτυγμένους όσο οι κάτοικοι των άλλων κυκλαδίτικων ησιών. Οι ξένοι περιηγητές που επισκέφτηκαν τη Σέριφο απο το ΙΣΤ΄ και μέχρι τον ΙΘ΄ αιώνα, σχεδόν στο σύνολό τους, γράφουν για ανθρώπους φτωχούς, ανθρώπους που δουλεύουνε τη γη και βόσκουνε τα ζώα τους. Κανείς τους δεν γράφει για καραβοκύρηκες και μεγαλεμπόρους. Κάποιοι από αυτούς μιλούν για ανθρώπους οκνηρούς, ανθρώπους που γλεντοκοπούν και που οι τρόποι τους είναι σκαιοί, απότομοι και απολίτιστοι. Αν όμως δει κανείς τις απότομες βουνοπλαγιές του νησιού με τις ατέλειωτες αναβαθμίδες, έργο ανθρώπινο για να συγκρατηθεί το λιγοστό το χώμα. Αν παρατηρήσει τέλος κάποιος τους δρόμους τους παλιούς, τους δρόμους που εξυπηρετούσαν τη μεταφορά των προϊόντων της γής, στους όρμους και τα λιμανάκια , σίγουρα θα θαυμάσει το μόχθο μα και την υπομονή των Σεριφίων που λάξευαν τα σκαλοπάτια στους βράχους και στα μητρικά πετρώματα. Σίγουρα οι περιηγητές στην σύντομη παραμονή τους στο νησί, δεν είχαν χρόνο μα ούτε και την δυνατότητα για να γνωρίσουμε τον χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής των Σεριφίων. Οι Σερφιώτες πορευθήκανε τους τελευταίους τουλάχιστον αιώνες, μέσα στα πλαίσια και τους κανόνες που επέβαλε η κλειστή οικονομία του νησιού τους. Αυτός ο τρόπος ζωής τους, συνέβαλε τα μέγιστα στο να διατηρήσουνε ήθη και έθιμα πανάρχαια. Στους πολλούς αιώνες της Φράγκικης και Τούρκικης σκλαβιάς, κρατήσανε πεισματικά τις πατρογονικές τους παρακαταθήκες. Αποκριάτικα, πασχαλινά και έθιμα Χριστουγεννιάτικα διανθίζανε και έδιναν νόημα στην μονότονη, στερημένη ζωή τους.

Η γλώσσα τους κρατήθηκε καθάρια και τραχιά στην προσφορά της. Διαφυλάξανε τα τοπωνύμια του νησιού, που μόνα τους αυτά είναι η ιστορία και οι περιπέτειες που πέρασε αυτός ο τόπος ο πολύπαθος. Οι απλοϊκοί Σερφιώτες είναι περήφανοι για τα μνημεία του νησιού τους, αρχαία και χριστιανικά. Τα Μυκηναϊκά Τείχη της Λιόμανδρας «είναι χτισμένα από τον καιρό των Ελλήνων» μου είπε πριν δυο τρία χρόνια ένας Σερφιώτης χωρικός. Τιμούνε και συντηρούν, αυτοί οι χίλιοι άνθρωποι τις 116 εκκλησίες του νησιού. Κορώνα στο κεφάλι τους μα και παρηγοριά τους σε κάθε θλίψη και κακοτυχία το Μοναστήρι των Ταξιαρχών. «Ο Μεγαλόχαρος» όπως περήφανα αποκαλούνε το δικό τους Ταξιάρχη Μιχαήλ. Σεμνοί, φιλόπονοι και λιτοδίαιτοι. Αυστηροί στον ατομικό και τον οικογενειακό τους βίο. Δεν είχαν επομένως άδικο οι Αθηναίοι που αποκαλούσαν τους Σπαρτιάτες «Σεριφίους» και οι Σερίφιοι αποκαλούσαν εαυτούς Λάκωνες.

.

 

Αποδοχή Cookies
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies της Google ή/και άλλων παρόχων για την παροχή των υπηρεσιών του, για να βεβαιωθούμε ότι η ιστοσελίδα είναι φιλική προς το χρήστη και την λειτουργικότητα της.
Η Google κοινοποιεί πληροφορίες σχετικά με την από μέρους σας χρήση αυτού του ιστότοπου. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τη χρήση των cookies